- κομώ
- (I)κομῶ, -άω, ιων. τ. -έω (Α) [κόμη]1. έχω μακριά μαλλιά («ἀνὴρ ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι, γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν», ΚΔ)2. φέρομαι αλαζονικά, μεγαλοφρονώ, υπερηφανεύομαι («κἀγὼ μὲν τοιοῡτος ἀνήρ ὢν ποιητὴς οὐ κομῶ», Αριστοφ.)3. (για την κόμη) είμαι μακριά, κυματίζω4. (για δένδρα ή φυτά) έχω άφθονα φύλλα και άνθη, θάλλω, ανθίζω («ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ' ἀρκεύθοισι κομάσαι», Θεόκρ.)5. είμαι γεμάτος από κάτι, ιδίως από φυτά, άνθη ή καρπούς («ἡ γῆ φυτοῑς κομῶσα παντοδαποῑς», Αριστοτ.)6. φρ. «ἀστέρες κομόωντες» — οι κομήτες.————————(II)κομῶ, -έω (Α)1. φροντίζω για κάτι, περιποιούμαι («ἀγλαΐης δ' ἕνεκεν κομέουσιν ἄνακτες», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κομῶ είναι μεταβιβαστικό τού ρ. κάμνω (πρβλ. φορώ - φέρω) και εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα *κομ- τής ΙΕ ρίζας *καμᾶ- (βλ. κάνω). Το κομῶ απαντά ως β' συνθετικό με τη μορφή -κόμος σε πολλά σύνθετα (βλ. -κόμος), η αρχαιότητα τών οποίων υποδηλώνεται από την αντιστοιχία τού τ. ιπποκόμος με το χεττιτ. aššuššani «ιπποκόμος» < ινδοϊραν. asva-śam[a]).ΠΑΡ. κομίζωαρχ.κομμώ].
Dictionary of Greek. 2013.